προπροκυλίνδομαι

προπροκυλίνδομαι
Α
(επικ. τ.) (ως επιτατικό τού κυλίνδομαι)
1. εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικετεύω επίμονα κάποιον
2. περιφέρομαι συνεχώς από πόλη σε πόλη υφιστάμενος κακουχίες και απροστάτευτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προπροκυλινδόμενον — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc acc sg προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπροκυλινδόμενοι — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπροκυλινδόμενος — προπροκυλίνδομαι keep rolling before pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”