- προπροκυλίνδομαι
- Α(επικ. τ.) (ως επιτατικό τού κυλίνδομαι)1. εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικετεύω επίμονα κάποιον2. περιφέρομαι συνεχώς από πόλη σε πόλη υφιστάμενος κακουχίες και απροστάτευτος.
Dictionary of Greek. 2013.